- σκανδάλη
- η спусковой крючок, собачка (у ружья);
πατώ ( — или πιέζω) σκανδάλη — спускать курок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πατώ ( — или πιέζω) σκανδάλη — спускать курок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκανδάλη — η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α νεοελλ. 1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα,… … Dictionary of Greek
σκανδάλη — η εξάρτημα του όπλου που με την πίεσή του προκαλείται η εκπυρσοκρότηση: Δεν τόλμησαν να πατήσουν τη σκανδάλη. – Δεν ασφάλισε τη σκανδάλη του όπλου και έγινε το ατύχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκανδάλης — σκανδάλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… … Dictionary of Greek
σκαντάλι — το, Ν 1. η σκανδάλη 2. το σκανδάληθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαντάλη / σκανδάλη, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
βούληση — Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον… … Dictionary of Greek
γαργάλι — το [γαργαλίζω] 1. η σκανδάλη τού όπλου 2. η κλειτορίδα … Dictionary of Greek
γαργαλίδα — η και γαργαλίδι, το 1. οποιοδήποτε εξόγκωμα τού σώματος 2. η αμυγδαλή τού λαιμού 3. η σκανδάλη τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. γαργαλίδα < γαργαλήθρα ή < γαργαλιώνας, άλλος τ. τού γαργαριώνας < αρχ. γαργαρεών* γαργαλίδι < γαργάλι ή <… … Dictionary of Greek
εμπυρέας — ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η ανάφλεξη τού γεμίσματος που υπάρχει μέσα στην κάννη τού όπλου (αποτελείται από τη σκανδάλη, τη σφύρα και τον άκμονα) … Dictionary of Greek
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
ρουλέτα — η, Ν 1. είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο εκείνος που κερδίζει καθορίζεται από το σταμάτημα μιας μπίλιας σε ένα από τα 37 ή 38 αριθμημένα φατνώματα ενός περιστρεφόμενου, σε κατακόρυφο άξονα, δίσκου, αλλ. ρολίνα 2. φρ. «ρωσική ρουλέτα» α) τολμηρό … Dictionary of Greek